αρχικαγκελάριος — ο ο πρωθυπουργός σε μερικά ευρωπαϊκά κράτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχικαγκελαρία — η 1. το αξίωμα του αρχικαγκελάριου 2. το κτήριο όπου διαμένει ο αρχικαγκελάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικαγκελάριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ιωάννη Κωλέττη] … Dictionary of Greek
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… … Dictionary of Greek
Έρενταλ, Λέξα — (Lexa Aehrenthal, 1854 – 1912). Αυστριακός διπλωμάτης. Διορίστηκε πρεσβευτής στη Ρουμανία το 1895 και το 1900 πρεσβευτής στην Πετρούπολη. Το 1906 έγινε αρχικαγκελάριος της Αυστροουγγρικής μοναρχίας και το 1908 προσάρτησε πραξικοπηματικά τη Βοσνία … Dictionary of Greek
Ραζουμόφσκι, Αντρέι Κιρίλοβιτς — (1752 – 1836). Ρώσος πρίγκιπας και διπλωμάτης. Διατέλεσε πρέσβης της χώρας του στην Ιταλία και στη Βιέννη. Πήρε μέρος στα συνέδρια του Σατιγιόν και της Βιέννης και μετά τους ναπολεόντειους πολέμους έγινε αρχικαγκελάριος της ρωσικής αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek