αρχικαγκελάριος

αρχικαγκελάριος
ο
δεύτερο πρόσωπο του κράτους, προϊστάμενος της διοίκησης, πρόεδρος του Συμβουλίου του κράτους και της βασιλικής αυλής (στη Γαλλία και τη Γερμανική Αυτοκρατορία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι-* + καγκελάριος. Απόδοση στα Ελληνικά του γερμ. Erzkanzler].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρχικαγκελάριος — ο ο πρωθυπουργός σε μερικά ευρωπαϊκά κράτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχικαγκελαρία — η 1. το αξίωμα του αρχικαγκελάριου 2. το κτήριο όπου διαμένει ο αρχικαγκελάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικαγκελάριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Ιωάννη Κωλέττη] …   Dictionary of Greek

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… …   Dictionary of Greek

  • Έρενταλ, Λέξα — (Lexa Aehrenthal, 1854 – 1912). Αυστριακός διπλωμάτης. Διορίστηκε πρεσβευτής στη Ρουμανία το 1895 και το 1900 πρεσβευτής στην Πετρούπολη. Το 1906 έγινε αρχικαγκελάριος της Αυστροουγγρικής μοναρχίας και το 1908 προσάρτησε πραξικοπηματικά τη Βοσνία …   Dictionary of Greek

  • Ραζουμόφσκι, Αντρέι Κιρίλοβιτς — (1752 – 1836). Ρώσος πρίγκιπας και διπλωμάτης. Διατέλεσε πρέσβης της χώρας του στην Ιταλία και στη Βιέννη. Πήρε μέρος στα συνέδρια του Σατιγιόν και της Βιέννης και μετά τους ναπολεόντειους πολέμους έγινε αρχικαγκελάριος της ρωσικής αυτοκρατορίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”